Heathrow Airport is one of the few places in England you can be sure of seeing a gun. These guns are carried by policemen in short-sleeved shirts and black flak-jackets, alert for terrorists about to blow up Tie-Rack. They are unlikely to confront me directly, but if they do I shall tell them the truth. I shall state my business. I’m planning to stop at Heathrow Airport until I see someone I know. (...)
Astonishingly, I wait for thirty-nine minutes and don’t see one person I know. Not one, and no-one knows me. I’m as anonymous as the drivers with their universal name-cards (some surnames I know), except the drivers are better dressed. Since the kids, whatever I wear looks like pyjamas. Coats, shirts, T-shirts, jeans, suits; like slept-in pyjamas. (...)
I hear myself thinking about all the people I know who have let me down by not leaving early on a Tuesday morning for glamorous European destinations. My former colleagues from the insurance office must still be stuck at their desks, like I always said they would be, when I was stuck there too, wasting my time and unable to settle while Ally moved steadily onward, getting her PhD and her first research fellowship at Reading University, her first promotion.
Our more recent grown-up friends, who have serious jobs and who therefore I half expect to be seeing any moment now, tell me that home-making is a perfectly decent occupation for a man, courageous even, yes, manly to stay at home with the kids. These friends of ours are primarily Ally’s friends. I don’t seem to know anyone anymore, and away from the children and the overhead planes, hearing myself think, I hear the thoughts of a whinger. This is not what I had been hoping to hear.
I start crying, not grimacing or sobbing, just big silent tears rolling down my cheeks. I don’t want anyone I know to see me crying, because I’m not the kind of person who cracks up at Heathrow airport some nothing Tuesday morning. I manage our house impeccably, like a business. It’s a serious job. I have spreadsheets to monitor the hoover-bag situation and colour-coded print-outs about the ethical consequences of nappies. I am not myself this morning. I don’t know who I am. | "Ακούγοντας τις σκέψεις μου" του Richard Beard Το αεροδρόμιο του Χίθροου είναι ένα από τα λίγα μέρη στην Αγγλία όπου μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα δεις όπλα. Τα όπλα αυτά τα κρατούν αστυνομικοί με κοντομάνικα πουκάμισα και μαύρα αλεξίσφαιρα γιλέκα που αγρυπνούν για τον εντοπισμό τρομοκρατών έτοιμων να ανατινάξουν κάποιο πολυκατάστημα. Είναι μάλλον απίθανο να ασχοληθούν άμεσα μαζί μου, αλλά αν το κάνουν, θα τους πω την αλήθεια. Θα τους εξηγήσω ποιος είναι ο σκοπός μου. Σκοπεύω να μείνω στο Χίθροου μέχρι να δω κάποιον που γνωρίζω. (...) Προς έκπληξή μου, περιμένω τριάντα εννέα λεπτά και δεν βλεπώ ούτε έναν γνωστό μου. Ούτε έναν, και κανένας δεν με γνωρίζει. Είμαι τόσο ανώνυμος, όσο και οι οδηγοί που πάντα φορούν τα καρτελάκια με το όνομά τους (γνωρίζω κάποια επίθετα), μόνο που οι οδηγοί είναι καλύτερα ντυμένοι από εμένα. Από τότε που γεννήθηκαν τα παιδιά, ότι και να φορέσω μοιάζει με πιτζάμα. Τα σακάκια, τα πουκάμισα, τα κοντομάνικα μπλουζάκια, τα τζιν, τα κοστούμια... όλα σαν τσαλακωμένες πιτζάμες. (...) Ακούω τον εαυτό μου να σκέφτεται όλους όσους γνωρίζω και με απογοήτευσαν, αφού δεν ξεκίνησαν αυτήν την Τρίτη το πρωί για κάποιον συναρπαστικό ευρωπαϊκό προορισμό. Οι πρώην συνάδελφοί μου στην ασφαλιστική εταιρεία, πρέπει να βρίσκονται κολλημένοι πίσω από τα γραφεία τους, όπως πάντα νόμιζα ότι θα κάνω και εγώ, όταν ήμουν κολλημένος εκεί, χάνοντας τον καιρό μου και ανίκανος να αποφασίσω τι θέλω, ενώ η Άλυ ανέβαινε σταθερά προς την κορυφή, λαμβάνοντας το διδακτορικό της και την πρώτη της θέση ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ρίντινγκ, την πρώτη της προαγωγή. Οι πιο καινούργιοι ενήλικοι φίλοι μας, που έχουν σοβαρές δουλειές και τους οποίους περιμένω, με μισή καρδιά, να δω ανά πάσα στιγμή, μου λένε ότι το να ασχολούμαι με το σπίτι είναι μία απολύτως αξιοπρεπής εργασία για έναν άνδρα, ότι είναι δείγμα ανδρείας, ναι, ακόμα και αρρενωπότητας το να μένω σπίτι με τα παιδιά. Αυτοί οι φίλοι είναι κυρίως φίλοι της Άλυ. Εγώ δεν φαίνεται να γνωρίζω κανέναν πια και, πέρα από τα παιδιά και τα αεροπλάνα που πετούν από πάνω μου, όταν ακούω τον εαυτό μου να σκέφτεται, ακούω τις σκέψεις ενός γκρινιάρη. Και δεν ήλπιζα να ακούσω κάτι τέτοιο. Με παίρνουν τα κλάμματα, χωρίς να μορφάζω, χωρίς λυγμούς, απλώς μεγάλα σιωπηλά δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπό μου. Δεν θέλω να με δει κανείς να κλαίω, γιατί δεν είμαι από τα άτομα που παθαίνουν νευρική κατάπτωση στο Χίθροου ένα συνηθισμένο πρωινό Τρίτης. Διαχειρίζομαι το σπίτι μας άψογα, σαν επιχείρηση. Πρόκειται για σοβαρή εργασία. Έχω φτιάξει στον υπολογιστή αρχεία για να παρακολουθώ την κατάσταση της σακούλας της ηλεκτρικής σκούπας και έχω εκτυπώσεις με χρωματικούς κωδικούς για τις ηθικές συνέπειες της πάνας. Δεν είμαι ο εαυτός μου σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω ποιος είμαι. |