Translation glossary: Nick Lingris

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-50 of 180
Next »
 
"data farming"καλλιέργεια δεδομένων 
английский => греческий (новогреческий)
....to transition city-owned buildings away from fossil fuels, should be one ofσταδιακή απομάκρυνση των δημόσιων κτιρίων από τα ορυκτά καύσιμα 
английский => греческий (новогреческий)
absolutistαπολυτοκρατικός 
английский => греческий (новогреческий)
active / passive buzzerενεργός βομβητής / παθητικός βομβητής 
английский => греческий (новогреческий)
adaptability and resilience - change resilienceπροσαρμοστικότητα και ανθεκτικότητα - ανθεκτικότητα στην αλλαγή 
английский => греческий (новогреческий)
administrative citizenshipδιοικητική πολιτειότητα 
английский => греческий (новогреческий)
advocacyσυνηγορία 
английский => греческий (новогреческий)
anchoredαγκυρωμένος 
английский => греческий (новогреческий)
assignabilityδυνατότητα εκχώρησης, εκχωρησιμότητα 
английский => греческий (новогреческий)
astraphobiaαστραποφοβία 
английский => греческий (новогреческий)
“input” legitimacy/“output” legitimacyνομιμότητα της διαδικασίας / νομιμότητα των αποτελεσμάτων 
английский => греческий (новогреческий)
balance the batteryεξισορροπώ την μπαταρία 
английский => греческий (новогреческий)
Blueprint list of priority diseasesλίστα / κατάλογος ασθενειών με προτεραιότητα στον στρατηγικό σχεδιασμό 
английский => греческий (новогреческий)
build-to-suit projectsκατά παραγγελία έργα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πελάτη 
английский => греческий (новогреческий)
burnout(επαγγελματική) εξουθένωση 
английский => греческий (новогреческий)
business retention and expansion (BRE)διατήρηση και επέκταση των (υφιστάμενων) επιχειρήσεων 
английский => греческий (новогреческий)
by way of continuationεν είδει συνέχισης, με το σκοπό της συνέχισης 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου 
английский => греческий (новогреческий)
CFR (case fatality rate)δείκτης θνητότητας, ποσοστό θνητότητας 
английский => греческий (новогреческий)
choral modulation(μουσ.) χορική μετατροπία | (μτφ.) αλλαγή τόνου 
английский => греческий (новогреческий)
citizenshipπολιτειότητα 
английский => греческий (новогреческий)
civic citizenshipιθαγένεια του πολίτη 
английский => греческий (новогреческий)
clinical insightsκλινικές διαπιστώσεις 
английский => греческий (новогреческий)
cloud-first strategyστρατηγική προτεραιοποίησης της νεφοϋπολογιστικής 
английский => греческий (новогреческий)
co-originalισαρχέγονος 
английский => греческий (новогреческий)
consular section of the missionπροξενικό γραφείο της διπλωματικής αποστολής 
английский => греческий (новогреческий)
consummationολοκλήρωση του γάμου 
английский => греческий (новогреческий)
contested incompatibilityδιαφορά μεταξύ δύο τουλάχιστον αντιμαχόμενων μερών/ομάδων, επίμαχη ασυμβατότητα 
английский => греческий (новогреческий)
cryofreezerκρυοκαταψύκτης, κρυογονικός καταψύκτης 
английский => греческий (новогреческий)
CSP (Corporate Service Provider)πάροχος εταιρικών υπηρεσιών 
греческий (новогреческий) => английский
danglersκρεμαστά διαφημιστικά, αιωρούμενα διαφημιστικά 
английский => греческий (новогреческий)
Definancialization of housing marketsαποεμπορευματοποίηση των αγορών κατοικίας 
английский => греческий (новогреческий)
demand guaranteeεγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση 
английский => греческий (новогреческий)
Department for Enterpriseυπουργείο επιχειρηματικότητας 
английский => греческий (новогреческий)
develop strong ownership towards ...ενστερνίζομαι σε μεγάλο βαθμό 
английский => греческий (новогреческий)
discourse / discoursesλόγος / λόγοι 
английский => греческий (новогреческий)
discursiveδιά του λόγου 
английский => греческий (новогреческий)
distalαπώτερος, πιο μακρινός | έμμεσος, λιγότερο σημαντικός 
английский => греческий (новогреческий)
dual earner | dual-earner modelμέλος ζεύγους με διπλό εισόδημα | μοντέλο διπλού εισοδήματος 
английский => греческий (новогреческий)
effectivitésαρχή της effectivités (αποτελεσματική άσκηση κυριαρχίας) 
английский => греческий (новогреческий)
elevator eyesεξεταστική ματιά από πάνω μέχρι κάτω 
английский => греческий (новогреческий)
empowering States / deflating Statesενδυναμωτικές καταστάσεις / αποδυναμωτικές καταστάσεις 
английский => греческий (новогреческий)
enclose the commonsνα περιφράξουν τις κοινοτικές γαίες / εκτάσεις 
английский => греческий (новогреческий)
ethnic reputation manipulationχειραγώγηση της εθνοτικής φήμης 
английский => греческий (новогреческий)
evening outισοφάριση, εξομάλυνση 
английский => греческий (новогреческий)
facilitiesδιευκολύνσεις 
английский => греческий (новогреческий)
factoidδιαδεδομένο λάθος 
английский => греческий (новогреческий)
free from any equitiesαπαλλαγμένες από υποχρεώσεις / απαιτήσεις 
английский => греческий (новогреческий)
Fully Diluted Valuation (FDV)Πλήρως Μειωμένη [Αγοραία] Αξία 
английский => греческий (новогреческий)
gangmasterπάροχος προσωπικού, διαμεσολαβητής για την πρόσληψη εποχικού προσωπικού 
английский => греческий (новогреческий)
Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search